- μεσόροφος
- και μεσώροφος, ο1. ο μεσαίος όροφος μιας οικοδομής2. το μεσοπάτωμα, ο ημιόροφος, ο ενδιάμεσος όροφος μεταξύ τού ισογείου και τού πρώτου ορόφου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + όροφος. Το -ω- τού τ. μεσώροφος οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. τρι-ώροφος, δι-ώροφος, νε-ώροφος)].
Dictionary of Greek. 2013.